Ιστορικά Στοχεία

Στα τέλη της δεκαετίας του '60, η ARPA (Advanced Research Projects Agency), που ήταν μιά οργάνωση προσανατολισμένη σε έρευνα υψηλής τεχνολογίας, άρχισε έρευνα επάνω στα αποκαλούμενα packet-switched networks (δίκτυα μεταγωγής δεδομένων). Σε αυτή τη τεχνική, τα δεδομένα που πηγαίνανε από έναν κόμβο σε άλλον κατακερματίζονταν σε "πακέτα" δεδομένων και μετά συναρμολογούνταν στον προορισμό τους.

Ο λόγος δημιουργίας αυτού του δικτύου (το περιβόητο ARPAnet) ήταν το λεγόμενο resource sharing: οι ερευνητές της ARPA θέλανε να μοιράζονται τα λιγοστά μεγάλα computers της εποχής αυτής, και όταν πχ. τελείωνε η εργάσιμη βάρδια στο ΜΙΤ, να μπορούσαν οι συνεργάτες τους από τα πανεπιστήμια στη Καλιφόρνια να εκμεταλλευτούν τα μηχανήματα που θα "κάθονταν" στο ΜΙΤ. Συμπέραναν ότι χρειαζόντουσαν έναν τρόπο να συνδέονται από το τερματικό τους στις άλλες μηχανές, καθώς και τρόπους να μεταφέρουν αρχεία και να αφήνουν μηνύματα ο ένας στον άλλον (αυτό το τελευταίο θεωρήθηκε μικρής σημασίας στην αρχή....).

Υπήρξαν μερικές πολύ σημαντικές λεπτομέρειες που έκαναν την τεχνολογία του ARPAnet τόσο πετυχημένη. Μερικές είναι:

Στα τέλη της δεκαετίας του '70, το Πεντάγωνο αποφάσισε ότι ήθελε όλες οι υπηρεσίες του να είναι δικτυωμένες κάτω από ένα λειτουργικό σύστημα. Γιά λειτουργικό σύστημα διάλεξε το UNIX, πράγμα που το ελευθέρωνε από την ανάγκη να πάρει μηχανές από έναν μόνο προμηθευτή γιά τους υπολογιστές του. Γιά τη δικτύωση των τμημάτων του, αποφάσισε ότι θα χρησιμοποιούσε μιάν εξέλιξη των πρωτοκόλλων του ARPAnet, το λεγόμενο TCP/IP (Transmission Control Protocol / Internet Protocol).

Καθώς η AT&T (που ήταν ιδιοκτήτης του UNIX) δεν είχε διαθέσιμο το TCP/IP γιά το UNIX, το Πεντάγωνο έκανε ένα συμβόλαιο με το Πανεπιστήμιο του Berkeley στη Καλιφόρνια γιά να "παντρέψει" το UNIX και το TCP/IP. Οι άνθρωποι στο Berkeley φυσικά δεν περιορίστηκαν σε αυτό, αλλά άλλαξαν σχεδόν ολοκληρωτικά τη τεχνολογία στην οποία βασιζόταν το UNIX. Το μόνο μειονέκτημα στην όλη ιστορία ήταν ότι δημιουργήθηκε μιά διχοτομία στις αρχές τις δεκαετίας του '80, με τα συστήματα που βασιζόντουσαν στο Berkeley UNIX (BSD 4.x Unix) να διαφέρουν σημαντικά από τα συστήματα που βασίζονταν στο Unix System V της AT&T. Τα τελευταία χρόνια έγινε μιά προσπάθεια συγχώνευσης αυτών των 2 κλάδων του UNIX, με σκοπό την απαλλαγή απο τις διάφορες ασυμβατότητες που είχανε προκύψει, με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Πέρα από την αρχική ώθηση που έδωσε η απόφαση του Πενταγώνου για ομοιομορφία (αυτή η ανάγκη δημιούργησε και τη γλώσσα προγραμματισμού Ada), η εκρηκτική εξάπλωση του TCP/IP στα πανεπιστήμια που χρησιμοποιούσαν το Berkeley UNIX δημιούργησε μιά πιεστική ανάγκη διασύνδεσης όλων αυτών των δικτύων που στήνανε τοπικά (το TCP/IP δίνει τη δυνατότητα σε καποιον να "βλέπει" με ομοιόμορφο τρόπο το Internet ανεξάρτητα από τον τρόπο σύνδεσης - σειριακή γραμμή, δορυφορική σύνδεση, ISDN, κτλ.). Οταν βγήκε το σύστημα παραθύρων X Windows από το ΜΙΤ στα πλαίσια του έργου Αθηνά, δημιουργήθηκε η υποδομή γιά γραφικές εφαρμογές που βασιζόντουσαν στο Internet (μιάς και το X Window System ήταν διαφανές σε δίκτυα), και αυτό αύξησε τις απαιτήσεις γιά ακόμα γρηγορότερη διασύνδεση μεταξύ των τμημάτων του Internet (προκειμένου ένας επιστήμονας στο ΕΜΠ να δει μιά οθόνη με γραφικές παραστάσεις από έναν υπερυπολογιστή στην Αμερική, πρέπει να περάσουν αρκετά δεδομένα από τη σύνδεση).