ΝΟΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗ
: Ο ΧΟΡΟΣ ΚΑΛΑ ΚΡΑΤΕΙ…
Οι μάχες του προηγούμενου διαστήματος και το κίνημα των τελευταίων μηνών αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής που επαληθεύουν ότι το κίνημα της νεολαίας βρίσκεται ξανά στο δρόμο. Με αιχμή τον νόμο Αρσένη και ότι σημαίνει αυτός, η αναμέτρηση με την κυβέρνηση και την πολιτική της στην εκπαίδευση μαίνεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια στα πανεπιστήμια και τα σχολεία και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχιστεί για καιρό. Μετά την ‘’χειμερία νάρκη’’ που ακολούθησε το ‘90-’9
1 και το μούδιασμα μετά το ‘95 είναι φανερό για το κίνημα της εκπαίδευσης ότι τα πολιτικά του καύσιμα και ανανεωμένα είναι αλλά και διαρκούν. Επειδή όμως δεν αρκεί μια απλή αισιοδοξία και μόνο, είναι χρήσιμο και αναγκαίο για το από δω και μπρος να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα απ’ την φάση του κινήματος που μόλις βγαίνουμε.Μια σύντομη αποτίμηση:
Όσον αφορά στην πλευρά της κυβέρνησης η αδιαλλαξία και το πείσμα της στο να εφαρμόσει την πολιτική της αναδεικνύουν το πόσο σημαντικές είναι οι αλλαγές στην εκπαίδευση για το κεφάλαιο και το πώς αυτή η βαθιά αντιδραστική τομή συνδέεται με την πολιτική της ΟΝΕ και του Ευρώ, καθώς οι εκσυγχρονιστές δεν δίστασαν να έρθουν αντιμέτωποι με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Ολόκληρος ο μηχανισμός του κράτους επιστραστεύθηκε για να κατασταλεί το κίνημα : από τους εισαγγελείς και τα ΜΑΤ μέχρι τους ‘’αγανακτισμένους’’ γονείς και τα ΜΜΕ. Παράλληλα οι προσπάθειες της ΝΔ να καρπωθεί οφέλη απ’ την αναταραχή και να χειραγωγήσει το κίνημα απέτυχαν πταγωδώς. Η δε πρόταση μομφής που κατέθεσε, περισσοτερο συσπείρωσε τα αστικά επιτελεία παρά έπληξε την κυβέρνηση. Όσο για τον θλιβερό ΣΥΝ για άλλη μια φορά απέτυχε να ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια είτε προτείνοντας τη σύγκλιση της Βουλής των εφήβων ή το εθνικό συμβούλιο νεολαίας για διάλογο και διαπραγμάτευση πάνω στον νόμο. Το ΚΚΕ που για άλλη μια φορά δεν κατόρθωσε να διαδραματίσει έστω και ένα μικρό ρόλο στα πανεπιστήμια (αν και φέτος το επεδίωξε σε αντίθεση με πέρσι), στο χώρο των μαθητών είχε σημαντική παρουσία χωρίς όμως να αποκτήσει ποτέ τον πλήρη έλεγχο. Άλλωστε εν όψει των επικείμενων ευροεκλογών και εφόσον οι αγρότες δεν βγήκαν στον δρόμο έπρεπε να δοθούν τα πιστοποιητικά αγωνιστικότητας με κάποιο τρόπο.
Στο φόντο, λοιπόν, του περσινού κινήματος εναντίον του νόμου Αρσένη το φετινό κίνημα κατάφερε να πρόχωρήσει ένα βημα μπροστά, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, και να συγκροτήσει ένα πιο στέραιο, συνολικό και επικίνδυνο πόλο αμφισβήτησης – αντίστασης – ανατροπής μέσα σε όλο το εκπαιδευτικό χώρο.Σε αυτό συνέβαλε ουσιαστικά και η είσοδος των μαθητών στο χορό των κινητοποιήσεων ( γεγονός αναπόφευκτο μετά την εφαρμογή του νόμου στα σχολεία), και η ενοποίηση τους με το φοιτητικό κίνημα. Οι πορείες και οι συνελεύσεις του φετινού χειμώνα ήταν οι δυναμικότερες και μαζικότερες των τελευταίων χρόνων. Αντίστοιχα και ο αυταρχισμός και η καταστολή που τις συνόδευσε. Ένα όμως βασικό στοιχείο που χαρακτήρισε το ποιοτικό βάθεμα του φετινού κινήματος, ήταν η πολιτική αναβάθμιση της αντιπαράθεσης μέσα στις Γενικές Συνελεύσεις, μεταξύ του κόσμου του αγώνα που αμφισβητεί την υπάρχουσα κατάσταση και αναζητά μια άλλη πρόταση για την εργασιακή προοπτική και τη ζωή του και στον κόσμο της ατομικής λύσης, της υποταγής και του συμβιβασμού, όπως αυτός εκφράστηκε μέσω των καθεστωτικών παρατάξεων ΔΑΠ – ΠΑΣΠ.
Από την άλλη πλευρά αναδείχθηκαν μια σειρά αδυναμίες οι οποίες πολλές φορές οδήγησαν στον ελλιπή πολιτικό συντονισμό ανάμεσα στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα, αλλά και ανάμεσα σε κομμάτια του φοιτητικόυ. Η εικόνα μιας άμαζης και απολίτικης συντονιστικής επιτροπής η οποία είχε απλά και μόνο το ρόλο του “κλειδαρά της κατάληψης” και όχι του ουσιαστικού πολιτικού τροφοδότη του κινήματος, χαρακτήρισε μια σειρά από σχολές, ανάμεσά τους και τη δικιά μας. Η αδυναμία παραγωγής πολιτικής μέσα στις συντονιστικές επιτροπές και ορισμένες φορές η αδυναμία συζήτησης πάνω
στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, οχι μόνο επέδρασε αρνητικά στην πολιτική εμβάθυνση του κινήματος, αλλά και στον ευρύτερο συντονισμό των κομματιών της εκπαίδευσης απέναντι στο νόμο Αρσένη. Έτσι ενώ υπήρχε ανάγκη να υψωθεί ένας διακριτός πόλος που θα απαντούσε στα ζητήματα που έθετε η κυβέρνηση και το κεφάλαιο με ένα συνολικό τρόπο, κατι τέτοιο δεν έγινε, χαρίζοντας το ρόλο αυτό στους κάθε λογής αναγορευμένους “εκπροσώπους” του κινήματος (π.χ. το ΣΑΣΑ).Ίσως ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που κλήθηκε να απαντήσει το κίνημα απέναντι στο νόμο Αρσένη, ερώτημα που προήλθε κυρίως από τον ίδιο τον κόσμο του αγώνα αλλά και από το αντίπαλο «στρατόπεδο» του υπουργείου και της κυβέρνησης, είναι τι το κίνημα αντιπαραθέτει - -παλεύει – απαιτεί στο σήμερα και από πια σκοπιά απέναντι στη κυρίαρχη επιλογή του κεφάλαιου όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους νόμους Αρσένη.
Οι ΠΑΣΠ και ΔΑΠ , πλήρως συστρατευμένες με τις στρατηγικές επιλογές κεφάλαιου, κυβέρνησης και Ε.Ε. για την παιδεία και την εργασία, όχι μόνο δεν άρθρωσαν ένα διαφορετικό λόγο απέναντι στο νόμο αλλά αποτέλεσαν τους εκφραστές της κυβερνητικής επιλογής μέσα στα πανεπιστήμια, η ΠΑΣΠ σε ρόλο απολογητή, ενώ η ΔΑΠ στο ρόλο της υπεράσπισης των συμφερόντων των καθηγητών – managers και της «εύρυθμης λειτουργίας» των ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης. Η πολιτική τους αντίληψη ήταν κάτι περισσότερο από ξεκάθαρη. Στη σύγχρονη εποχή της βαρβαρότητας και του εργασιακού μεσαίωνα, της Ευρώπης των 2/3, της φτώχιας, των αστέγων και των ανέργων, δεν μπορούν όλοι να έχουν δικαίωμα σε μια άνετη και αξιοπρεπή ζωή και αντίστοιχα δεν μπορούν όλοι να έχουν πρόσβαση στη γνώση και τη μόρφωση.
Από την άλλη οι ΠΚΣ - ΚΝΕ με σημαία τους την εξειδίκευση και τις εξετάσεις – επιστροφή στο παλίο μοντέλο - υπηρέτησαν πιστά την αντίληψη του ρεφορμισμού για τα κινήματα. Η αδυναμία των κινημάτων να παλεύουν και να απαιτούν πράγματα για τον εαυτό τους, η Αριστερά της ήττας και του συμβιβασμού με την αστική αντίληψη και πολιτική, βρήκε πλήρως τους εκφραστές της στις θέσεις των ΠΚΣ. Μία αντίληψη που αντιμετωπίζει την ύπαρξη αλλά και «νίκη» των κινημάτων ως διαπραγμάτευση των όρων χειροτέρευσης της θέσης της νεολαίας και των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, η «ανάγκη» για εξειδίκευση αλλά και για κλειστό αριθμό εισακτέων στα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τις βασικές στρατηγικές του κεφαλαίου αλλά τις υπηρετεί, θυσιάζοντας τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας στο βωμό της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Τη στιγμή, λοιπόν, που το κεφάλαιο προωθεί μια τόσο ριζική αναδιάρθρωση στον τομέα της εργασίας όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις νέες εργασιακές σχέσεις- συνθήκες (ν.Παπαϊωάννου για την απασχόληση), στον ολοένα και μεγαλύτερο κατακερματισμό της εργασίας και στο νέο μοντέλο εργαζόμενου (ελαστικός – ευέλικτος – απασχολήσιμος ), απαιτείται ένα εκπαιδευτικό μοντέλο το οποίο θα είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες αυτές. Οι νόμοι Αρσένη έρχονται να αλλάξουν ριζικά το χαρακτήρα της εκπαίδευσης προς αυτή την κατεύθυνση αποτελώντας την αντιδραστικότερη τομή των τελευταίων χρόνων. Προκειμένου να ανταποκρίνειται η εκπαιδευτική διαδικασία στις αλλαγές αυτές στοχεύει στην παροχή καταρτίσεων και άμεσα αξιοποιήσιμων στη παραγωγή ειδικεύσεων, σε μια κατεύθυνση βαθύτερης επιχειρηματικοποίησής της. Για να αντιμετωπιστεί ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας που έχει αυτού του είδους η γνώση, εισάγεται ένα πλαίσιο συνεχούς – δια βίου – επανακατάρτισης ώστε να καλυφθεί η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, με το κόστος και την ευθύνη βέβαια να βαραίνει αποκλειστικά τον εκπαιδευόμενο, κάτι που χαρακτηρίζει πλέον συνολικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Σε αυτή την κατεύθυνση συνεισφέρει και ένα πλέγμα συνεχών εξετάσεων και αξιολογήσεων, το οποίο εντείνει τους ταξικούς φραγμούς και λειτουργεί σαν μηχανισμός κατάταξης και απόρριψης αλλά και ιδεολογικής χειραγώγησης του ανθρώπου για την ομαλή προσαρμογή του στις νέες εργασιακές συνθήκες.
Απέναντι σε αυτή τη συνολική επίθεση είναι προφανές ότι η αντιπαράθεση με τους νόμους Αρσένη και γενικότερα με την κυβερνητική πολιτική της ΟΝΕ και του Ευρώ δεν μπορεί να περιορίζεται απλά και μόνο στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης με στόχο την επιστροφή στα παλιά αδιέξοδα. Τα σύγχρονα κινήματα για να είναι νικηφόρα θα πρέπει να απαντούν συνολικά στις αναζητήσεις – ανησυχίες της νεολαίας - μελλοντικών εργαζομένων - για την παιδεία και την εργασία από τη σκοπιά των δικών τους συμφερόντων. Θα πρέπει να καταφέρνουν βαθιές ρήξεις με την αστική πολιτική εισάγοντας στη πολιτική τους αυτά τα στοιχεία που πραγματικά αμφισβητούν τη βάση και την ουσία του νέου εκπαιδευτικού - εργασιακού μοντέλου που προωθείται. Απέναντι στις στρατηγικές του κεφαλαίου για την παιδεία και την εργασία, στη νεολαία της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, στον εργαζόμενο που θα αλλάζει 5-6 δουλιές στη ζωή του στην παιδεία του ανταγωνισμού, της επιχειρηματικοποίησης και της ανταποδοτικότητας, στα κριτήρια της αγοράς και του κέρδους, τα νικηφόρα κινήματα θα πρέπει να αντιπαραθέτουν τη στρατηγική του απελευθερωμένου ανθρώπου, του απελευθερωμένου εκπαιδευόμενου – εκπαιδευτή, του χειραφετημένου εργαζόμενου.
Επομένως σε αυτό το πλαίσιο θα παλεύουν απέναντι στο σημερινό σχολείο
Θα προτάσσουν απέναντι στο κατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων και στην επιχειρηματικοποίηση της γνώσης,
Θα προβάλλουν
Θα απαιτούν την κατάργηση οποιασδήποτε ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης και την θεσμοθέτηση
Τέλος τα σύγχρονα κινήματα θα πρέπει να απαντάνε
Οι εμπειρίες από το φετινό κίνημα απέδειξαν οτι αυτές οι αντιλήψεις μπορούν όχι μόνο να συσπειρώσουν αλλά και να κάνουν επικίνδυνο ποιλτικά το κίνημα, να του δώσουν προοπτική ύπαρξης και ολοκληρωτικής νίκης απέναντι στις στρατηγικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης της ΟΝΕ και του κεφάλαιου. Ανάμεσα στις τακτικές διαχείρισης μια αντιδραστικής πραγματικότητας, στις πρόσκαιρες διεκδικήσεις του μερικού και στον τυχοδιωκτισμό ενός ανούσιου κινηματισμού, προβάλλουν σαν η μόνη ρεαλιστική απάντηση στα συλλογικά συμφέροντα της νεολαίας και της εργαζόμενης πλειοψηφίας, σαν το μοναδικό αποτελεσματικό πρόγραμμα πάλης που θα μπορέσει να πολιτικοποιήσει αλλά και να μετατρέψει τα κινήματα από κινήματα διαμαρτυρίας σε υλική δύναμη ανατροπής και ριζικής αλλαγής της πραγματικότητας.